Μάνα μικρή τόσο μεγάλη (Κύπρος)
Μάνα μικρή τόσο μεγάλη, το λάθος ξεπληρώνεις,
Αίμα και γη γίναν ατσάλι, στο βάθος μαραζώνεις!
Μάνα μισή σμίξε και πάλι, πονάνε τα παιδιά σου,
Κάνε αυγή κάθε σκοτάδι και σπάσε τα δεσμά σου!
Μάνα μικρή τόσο μεγάλη, κρατείς προγόνων σου την ιστορία,
αρετή και τόλμη το πύρωμά τους, σ’ ακολουθούν ακόμα!
Μάνα μισή ζω με λυχνάρι, να βρεις τον δρόμο της ελευθερίας,
ιαχή και όρκοι το βίωμά τους και σε φιλούν στο στόμα! (δις)
Μάνα μικρή τόσο μεγάλη, στον χρόνο μην ριζώνεις,
πόνος κι’ οργή άθλια δώρα, στον δόλο μην φυτρώνεις!
Μάνα μισή σμίξε και πάλι, κρατήσου με καμάρι,
κάν’ την κραυγή πάλι μια νότα, ελπίδα με δοξάρι!
Μιχάλης Κοντογιώργης – (Δικηγόρος)
|
Α-χρώματα Α-ληθινά
…Και το μονοπάτι της α-λήθειας, μικρός όταν το είδα τ’ αποφάσισα,
μα το φόρτωσαν σκιές και χρώματα, σαν πέπλο παρασκηνίου!
Η οφθαλμαπάτη της συνήθειας, σαν φως ήταν παγίδα π’ ακολούθησα
και’ γω το ’παιζα πληγές μ’ αρώματα, το έργο του ηλιθίου!
Α-χρώματα, α-χρώματα α-ληθινά, α-λάμψη, α-λάμψη αναμιμνήσκομαι,
των υπερσυμπάντων κι’ ουρανών τους, εις την α-χώρα του Αρρήτου Θεού μου!
Τα μάταια κι’ ανώφελα, τα γήινα, στον Άδη σημάδι είναι πως βρίσκομαι
κι’ όλο δεν συνάδω των σκοπών τους, δίνω αγώνα προσευχή Χριστού! (δις)
…Και το μονοπάτι της α-λήθειας, Θεός είπα τον βρήκα και ανέβλεψα
και τ’ ανώφελο, θαμπό και μάταιο, σαν γλύπτης το ενδοσκάπτω!
Κι’ αν δονώ αγάπη μες τα στήθεια, σαφώς ήταν πυξίδα π’ ανακάλυψα
και τ’ ανόθευτο, τ’ αγνό και άχρονο, σαν δίφης θα εύρω άνω!
Μιχάλης Κοντογιώργης – (Δικηγόρος)
|
Ήλιε μου Άρκοντα της Μεσαρκάς
Τα καρφωμένα παραθύρκα όπως τους Σταυρούς,
νιώνουσιν την άρκαστην τζιαι πίνει το ζουμί μας,
το Τουρκολόϊ με αγάδες σύρνουν τους χορούς,
τζιαί ‘γινεν αβάστακτ’ η σκλαβκιά μες την ψυσιή μας.
Πουκουππισμένα τα γιοφύρκα ούλλους τους Ρωμιούς,
κόφκουσιν την στράτα τους που παν’ να προσιϋνήσουν,
θέλουν μας πάλε για ραγάδες – πάντα για οκτρούς,
τζιη’ ίδια η φάτσα τους εμάς για ν’ αφανίσουν!
Ήλιε μου Άρκοντα της Μεσαρκάς,
το φως σου πκιον μεν τους το δκιας, ζητώ το που καρκιάς,
που πκιον εν’ στραντζιησμένη, έμπα τζιαι ‘νεπαυτούμεν.
Ήλιε μου Άρκοντα της Μεσαρκάς,
προσάναψε την λευτερκάν, σε τζιείνην την μερκάν,
που εν’ γαιματωμένη, έμπα τζιαι ‘ποσπαστούμεν!
Τα καρφωμένα παραθύρκα όπως τους Σταυρούς,
νιώνουσιν την άρκαστην τζιαι τρώει τα πλευρά μας,
το ξένο σόϊν αφεντάες σπέρνουν τους καμούς,
τζιαί ‘νει αλοάρκαστοι οι πόνοι στην καρκιάν μας.
Ματζιελλεμένα ‘ναι τα σπίθκια τόσους τους τζιαιρούς,
γέμωσαν φαντάσματα ζγιαν τζιαί ‘ναι για δικά τους,
θέλουν μας πάλε για ραγάδες πάντα για οκτρούς,
τζι’ άπλωσαν χαλάσματα σε ούλλην την θωρκάν τους!
Μιχάλης Κοντογιώργης – (Δικηγόρος)
|
ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
(1974 – ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ)
Ήτανε το πρωϊνό, το χάραμα του φου,
στημένο το παιγνίδι, εφιάλτης από βραδύς.
Κι’ ύφαινε τον αργαλειό, το άγγελμα κακού,
σφιγμένο στο ποτήρι, το φαρμάκι για να το πιεις!
Όχι – όχι δεν θα πιω, ελεύθερος διψής,
φυλάει η ψυχή μου, Θερμοπύλης την ατραπό.
Μπρος στον Πενταδάκτυλο, ο Έλλην – φως της γης,
κοιτάει την κορφή του, για ν’ ανέβει στο Πάνθεον!
Πενήντα χρόνια βουητό, βουβό απλούμενο σκοτάδι
και αιώνες ιστορίας ερηπώνει, των προγόνων μεγαλεία.
Σκυφτός ο Κεφαλόβρυσος, στεγνό απλούμενο πηγάδι
και τις πλάτες της πατρίδας τις στοιχειώνει, των ηρώων την θυσία!
Ήτανε το πρωϊνό, το άναμμα του νου,
αιώνες στο μαχαίρι, καρφωμένοι πισωπλατίς.
Μπήκανε για τον σκοπό, στα άγραφ’ απ’ αλλού,
αγώνες στο μπεγλέρι, πουλημένοι για να χαθείς!
Κι’ όμως – κι’ όμως είμαι δω, πανέτοιμος κι’ εργός,
πυρ στάζει η καρδιά μου, μ’ αίμα δίνη πυροδοτεί.
Κάστρο μου Κερύνεια μου, Πανέλληνος ο γιος,
σηκώνει στο λιμάνι, κύμα την Γαλανόλευκη!
Πενήντα χρόνια όλεθρο, σκληρό ανάθεμα στον Άδη
και τους νόες της σοφίας μαγαρίζει, των ευγόνων τα ηνία.
Αστέγνωτο το αίμα τους, ορμηρραγεί σαν το ποτάμι
και αδότες της πατρίδας εξαγνίζει, των αγώνων την ληστεία!
Μιχάλης Κοντογιώργης – (Δικηγόρος)
|