Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
|
Κουναδίνης Εμμ. Μαντζουράνης
Γεννήθηκε το 1933 στην Σκύρο από γονείς Σκυριανούς. Το 1943 επί κατοχής πήρε με την μητέρα του και την μικρή του αδελφή το τρένο για Θεσσαλονίκη. Εκεί τον έβαλαν σε ένα ίδρυμα. Άσυλο αλητόπαιδων λεγόταν στην αρχή και ήταν προπολεμικό. Έζησε τις δύο αλλαγές κτιρίου, πρώτα στην οδό Ευζώνων στην Θεσσαλονίκη και την αλλαγή του ονόματος σε Ίδρυμα «Αριστοτέλης» και μετά στην Καλαμαριά. Είδε τους Γερμανούς να φεύγουν από την Θεσσαλονίκη, τους αντάρτες να κατεβαίνουν από τα βουνά, είδε τον εμφύλιο και πτώματα ή λαβωμένους έξω από το προαύλιο του ιδρύματος. Είδε το «Αβέρωφ» να φτάνει στο λιμάνι και όλα τα παιδιά να σπρώχνονται στο πιο ψηλό παράθυρο του ιδρύματος για να το δούνε. Είδε τους Έλληνες Αξιωματικούς της μέσης Ανατολής να τους επισκέπτονται στο ίδρυμα. Είδε την Βασίλισσα Φρειδερίκη, της πρόσφερε λουλούδια και τον πήρε αγκαλιά. Δυστυχώς όμως ήταν μέσα στα εκατοντάδες παιδιά του ιδρύματος που πήραν μέρος στο λεγόμενο «πείραμα», όπου τους έκαναν ακτινοβολίες στο κεφάλι και μετά από λίγο έχαναν τα μαλλιά τους. Από το ίδρυμα ενώ μπήκε υγιείς αρρώστησε βγαίνοντας. Ήταν ένα πολύ καλλιεργημένο μέλος της κοινωνίας. Όλα τα παιδιά που έβγαιναν από το ίδρυμα είχαν αρχές, ήθος, αξίες, περηφάνια, απέκτησαν γνώσεις, έμαθαν τέχνες και μουσική. Και όλα τα παιδιά μεταξύ τους είχαν μια μεγάλη αδελφικότητα, αγαπιούνταν. Έμεινε εκεί μέχρι το 1950. Τον Μάιο του 1955 έφυγε μετανάστης στην Βραζιλία. Δούλεψε ένα χρόνο στην γέφυρα Grand de sur. Το 1956 πρωτο-μπάρκαρε στα καράβια με τους Νορβηγούς. Το 1959 έπεσε στην θάλασσα να σώσει ένα Νορβηγό που είχε πέσει από το πλοίο. Γι’ αυτή την πράξη αυτοθυσίας του απένειμαν το μετάλλιο ανδραγαθίας από το Λίβερπουλ. Δούλεψε πολλά χρόνια με τους Νορβηγούς οι οποίοι, ποτέ ξανά δεν τον είδαν σαν τον Έλληνα μετανάστη αλλά σαν ίσο προς ίσο. Έκανε 2,5 φορές τον γύρω της γης και έζησε περιπέτειες σε όλες τις θάλασσες και τα λιμάνια. Ήξερε τον χάρτη όλου του κόσμου απέξω. Το 1981 ξε- μπάρκαρε και έμεινε στην Αργυρούπολη Αττικής μέχρι και το 1994 όπου και απεβίωσε από καρκίνο του εγκεφάλου στα 61 του χρόνια. Έχει γράψει πάνω από 100 ποιήματα και έχουμε αρκετά χειρόγραφα από τις περιπέτειές του και την ζωή του. Για όσο ζούσε στην Αθήνα δημοσίευε ποιήματα με θέμα την Σκύρο στην εφημερίδα της Σκύρου, τα Σκυριανά Νέα. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή. Απέκτησε τρία παιδιά εγώ είμαι το μικρότερο.
Ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να καταθέσω ποιήματα του πατέρα μου στο 6ο «Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης» και να καταχωρηθούν μαζί με την φωτογραφία του στην «Εγκυκλοπαίδεια λογοτεχνών».
ΣΕ ΣΤΕΡΙΑΝΟ
Εσύ που δεν αντίκρισες τον ήλιο ν’ ανατέλλει
πίσω από την αχανή, γραμμή του ωκεανού.
Μίας ζωής ολόκληρης, έφαγες το καρβέλι
δουλεύοντας να ζει καλά ,το σπίτι του αλλουνού.
Δεν είδες μέρη αλαργινά, και ξωτικά παράλια
ακτές με φοινικόδεντρα, καλύβες σε πασσάλους.
Το κάθε τι το κέρδισες, μόνο με παρακάλια
και εξαρτιόσουνα κουτέ, πάντα από τους άλλους.
Δε γνώρισες των λιμανιών, τα πληρωμένα χάδια
της πόρνης την προσποιητή και γλοιώδη συντροφιά.
Κοιμόσουν και ροχάλιζες, στο σπίτι σου τα βράδια
να παντρευτείς σκεφτόσουνα, να κάνεις και παιδιά.
Δε χτύπησε το χέρι σου, στη μούρη του κυκλώνα
η γλώσσα σου δεν έγλειψε, της κουπαστής τ’ αλάτι.
Το καλοκαίρι έλιωνες, κρύωνες το χειμώνα
κι έβλεπες γύρω τη ζωή, μόνο με το ’να μάτι.
Εσύ που δεν εγνώρισες , το τι θα πει ναυάγιο
της νοσταλγίας δάκρυα, δεν τρέξαν στο λαιμό σου.
Ποτέ σου δεν αρπάχτηκες, για τα καλά με άγιο
μον’ έμαθες τις Κυριακές, να κάνεις το σταυρό σου.
Δε γέμισαν τα στήθια σου, με πελαγίσιο αγέρα
βάρδια εσύ δεν έκανες, όρθιος στο φτερό.
Δεν ένιωσες της θάλασσας, την τρομερή φοβέρα
μον’ υποκλίσεις έμαθες και σας παρακαλώ.
Τίποτα δεν εζήλεψα, απ’ τη δική σου μοίρα
ζω τη δική μου τη ζωή, δεν την αλλάζω με άλλη.
Τα πάντα μόνος κέρδισα, τα πάντα μόνος πήρα
δεν έμαθα εγώ να ζω με κάτω το κεφάλι.
Μαντζουράνης Κουναδίνης
|
ΝΑΥΑΓΙΟ
Ακτές που τις αντίκρισαν, τόσα και τόσα μάτια
θάλασσες που τις όργωναν, κάποτε καραβέλες
των ναυτικών τα όνειρα, εγίνανε κομμάτια
όταν κυκλώνα βρήκανε, εξ’ απ’ της Σεϋχέλλες.
Γέρνει το πλοίο δεξιά, με το νερό στ’ αμπάρια
παιδιά εγώ σας χαιρετώ, σώστε τον εαυτό σας.
Έλληνες ήρθε η στιγμή, φανείτε παλικάρια
τα σπίτια σας θα κλάψουνε, τον άδικο χαμό σας.
Χτυπά το κύμα δυνατά, τη βάρκα στο καπόνι
έμειναν μόνο απ’ αυτήν, δύο κομμένα σύρματα
η μια παστέκα, απ’ τις δυο, τον Ναύκλιρο σκοτώνει
και σκόρπισαν οι άλλοι, στα μανιασμένα κύματα.
Που ’σαι παιδί μου Κωνσταντή, σ’ αφήνω γεια πατέρα
Αντώνη έλα δω κοντά, πιάσου απ’ το μαδέρι
Αλέκο κοίτα αν σωθείς, φίλα μου τη μητέρα
αντίο Ελενίτσα μου, γεια σου γλυκιά μου Μαίρη.
Παίρνει ο μαύρος άνεμος, τις άχρωμες κραυγές τους
και ο κυκλώνας χαίρεται, με το φρικτό τους δράμα
Εβούρκωσαν τα μάτια τους, ραγίσαν οι καρδιές τους
μέσα στη νύχτα ακούγεται κι ενός μωρού το κλάμα.
Παλεύει η καπετάνισσα, με το μωρό στα χέρια
φωνάζοντας σπαρακτικά, τ’ όνομα του αντρός της
Πάρ’ το συ Παναγία μου, εκεί ψηλά στ’ αστέρια
αλίμονο δεν ήξερε, πως πνίγηκε ο καλός της.
Τα μανιασμένα κύματα, αλύπητα χτυπάνε
των ναυτικών τα πρόσωπα, τα κουρασμένα στήθια
Τρελοί οι σφυροκέφαλοι, το αίμα τους ρουφάνε
όλα για αυτούς τελείωσαν, έλεος και βοήθεια.
Φώτισε ο ήλιος το πρωί, βαρέλια και ξυλεία
λάδια γεμάτη η θάλασσα, σωσίβια ματωμένα
Και όταν το βλέμμα έριξε, στη γύρω παραλία
τα σκορπισμένα πτώματα, μέτρησε ένα ένα.
Σε μια μικρή απόμερη, ακρογιαλιά πιο πέρα
κάτω από ένα πελώριο ματοβαμμένο βράχο
είδε πνιγμένους αγκαλιά, παιδάκι και μητέρα
κι ένα κουφάρι, δίπλα τους, στα κύματα μονάχο.
Βγήκε στην επιφάνεια του Ποσειδώνα η κόρη
και κλαίγοντας τους έρανε, με μύρα της θαλάσσης
Ήρθανε και προσκύνησαν, όλοι οι θαλασσοπόροι
ότι σου γράφει η μοίρα σου, πρέπει να το περάσεις.
Μες στη ζωή τέτοιες στιγμές δύσκολο να ξεχάσεις.
Μαντζουράνης Κουναδίνης |
ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Πάντα με συγκινούσανε, οι θάλασσες του Νότου
κι εκείνες οι καλλίγραμμες, μικρόσωμες μουγέρες
Εκεί ο κάθε ναυτικός ξεχνάει τον καημό του
σε ένα κόσμο ασύγκριτο, με δίχως αυταπάτες.
Λουλούδια, ήλιος, θάλασσα και φλογερά μανούλια
αμμουδερές ακρογιαλιές, καλύβες σε πασσάλους
Στον έρωτα ακούραστες, λικνίζουν τα καπούλια
τους Ισπανούς εζήλεψα, κι αυτούς τους Πορτογάλους.
Οι πρώτοι που εγνώρισαν, κάθ’ ομορφιά παρθένα
αχόρταγα, ετρύγησαν το κάθε τι ωραίο
Μα στη ζωή τους είχανε, σκοπό μονάχα ένα
να σπείρουνε στη νέα γη, το σπέρμα το γηραίο.
Να ’μουνα με τους δεκατρείς, που είχε ο Πιζάρο
και στο Περού να έμπαινα, με δίχως πανοπλία
Στο Μεξικό με τον Κορτέζ, και δίπλα στον Αλβάρο
και να ’φθανα με τον Καμπράλ, πρώτος στη Βραζιλία.
Να μ’ έπαιρναν αιχμάλωτο, κανίβαλοι Παπούα
μπρος σε καζάνι με φωτιά, να ’κανα το σταυρό μου
Και ξαφνικά του βασιλιά η κόρη του Παπούα
να φώναζε αφήστε τον, τον θέλω για δικό μου.
Με τον ντε Γκάμα να ’κανα, μέσα στην καραβέλα
περήφανος σαν πέρναγα, τον κάβο Εσπεράνσα
Και ναυαγός να έβγαινα, στην πρώτη Σεϋχέλλα
την ώρα που οι ιθαγενείς, υμνούν τον Πόμπο - Ρἀνσα.
Να ’παιρνα φρούτα και νερό, απ’ τα νησιά Κομόρες
κι ύστερα να του έδινα, γραμμή κι όπου με πάει
Πρώτος εγώ να πέρναγα, απ’ το στενό του Τόρρες
κι ένα πρωί χαράματα, να ’φθανα στη Χαβάη.
Στου Σολομώντα τα νησιά, να μάζευα κοράλλια
των γυναικών αιχμάλωτος να ήμουν στις Εβρίδες.
Να μου ζητούσαν έρωτα, με χίλια παρακάλια
κι εγώ να τρώω ξένοιαστος, μπανάνες και καρύδες.
Στις Φιλιππίνες βέβαια, δίπλα στον Μαγγελάνο
κι όλα εκείνα τα νησιά, να ’φερνα γύρω, γύρω
Κι όταν θα καταλάβαινα, την ώρα να πεθάνω
μ’ ένα, ’σα πού, να γύριζα ξανά, πίσω στη Σκύρο.
Να γλένταγα με γκέισες, στο πόρτο του Μακάου
την εποχή που έφτασαν, πρώτοι οι Πορτογάλοι
Να ’μουν κι εγώ κονκισταντόρ, ο Έλλην Νίκου - Μπάου
και να ’κανα με όπιο, κάθε φορά κεφάλι.
Μαντζουράνης Κουναδίνης
|
|
|
ΕΠΙΣΚΕΨΙΜΟΤΗΤΑ
(2024. Έτος ορόσημο για τα ελληνικά γράμματα: Εκατό επιλογές των πιο αξιόλογων ποιητών, συγγραφέων και καλλιτεχνών στην Ελλάδα σήμερα)
Βιολογικά και παραδοσιακά του ελληνικού χωριού προϊόντα (αποστολές στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες του κόσμου) -
Organic and traditional Greek village products (shipments to Greece and to all countries of the world)
μάθετε περισσότερα...
|