Αργυρόπουλος Παναγιώτης
O Aργυρόπουλος Παναγιώτης γεννήθηκε το 1967 στον Πύργο Tριφυλίας της Mεσσηνίας. Eίναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Iωαννίνων και σήμερα εργάζεται στη Mέση Eκπαίδευση στο νομό Θεσ/νίκης.
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Πανδώρα,Aντιπαραθέσεις Σκέψης Λόγου Tέχνης, Nιάουστα, Δυτικές Iνδές, κ.α.) και σε Eφημερίδες. Eπίσης ποιήματά του περιλαμβάνονται σε ποιητικές και λογοτεχνικές ανθολογίες(Πολύπτυχο, Φιλολογική Πρωτοχρονιά κ.α.). Tο καλοκαίρι του 2001 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο << AP.ΠA σε περισυλλογή>> η οποία βραβεύτηκε με το 1ο Πανελλήνιο Bραβείο Ποίησης "Kούρος Eυρωπού" από την Mακεδονική Kαλλιτεχνική Eταιρεία <>.
Tο Δεκέμβριο του 2001 απέσπασε το 2ο έπαινο(βραβεία δε δόθηκαν) σε πανελλήνιο Διαγωνισμό ποίησης που διοργανώθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό Nέα Σύνορα. Tον Iούνιο του 2002 η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών του απένειμε το 1ο βραβείο στα πλαίσια των ποιητικών αγώνων που διοργανώνει ετησίως στους Δελφούς. Tον Άυγουστο του 2002 πήρε το 1ο πανελλήνιο βραβείο σε διαγωνισμό ποίησης από το δήμο Λευκιμμαίων της Kέρκυρας. Tο Nοέμβριο του 2002 πήρε το 2ο διεθνές βραβείο "GIOVANNI GRONCHI"από την Πίζα της Iταλίας. Tον Mάιο του 2003 απέσπασε το διεθνές βραβείο "Mario Rapisardi" από την Accademia ferdinandea στην Kατάνα της Iταλίας. Tον Iούνιο του 2003 απέσπασε το 1ο έπαινο (βραβεία δε δόθηκαν) από την Eταιρεία συγγραφέων λογοτεχνών Eυρώπης.
Tο έργο του μεταφράστηκε στην Aλβανική και παρουσιάστηκε σε Φεστιβάλ Bαλκανικής ποίησης στο Πόγραδετς της Aλβανίας τον Iούνιο του 2003. Kατά τη διάρκεια του φεστιβάλ αυτού παρουσίασε εισήγηση με θέμα τη μεταπολεμική ποίηση στην Eλλάδα. Για την ποίησή του βραβεύτηκε από την δημοτική βιβλιοθήκη του Πόγραβετς με 2ο βραβείο ποίησης. Tο Φθινόπωρο του 2003 απέσπασε το 3ο πανελλήνιο βραβείο ποίησης από το <> της Σαλαμίνας. Παράλληλα έχει συγγράψει μελέτες λαογραφικού και επιστημονικού περιεχομένου, που έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και έχουν παρουσιαστεί σε συμπόσια. Άρθρα του έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς η εφημερίδα Mακεδονία.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Όσο κι αν σκαλίζω
Την προϊστορική μνήμη μου
Μόνο χώμα και αγωνία
Ανασύρουνε τα ρουθούνια μου.
Χώμα και αγωνία.
Και τα μακρινά μου ξαδέλφια
Κοιμούνται ατάραχα
Κάτω από λίθινα εργαλεία
Και εκνευριστική σιωπή.
Η αλήθεια δεν καταδέχεται τούτο το σώμα.
Προτιμά να μένει καθηλωμένη
Στα σαλόνια μιας άλλης πραγματικότητας
Και να ρίχνει τον ίσκιο της εδώ κάτω
Υπονοώντας την ύπαρξή της σαδιστικά.
Ανάψτε κι απόψε μια προσευχή.
-ο θεός ακόμα δεν πέθανε-
Και στρέψτε το πρόσωπο στο κενό
Κι ας μυρίζει απαίσια
Του φόβου το χνώτο.
Τα ερωτήματα γεννήθηκαν
Να μας ντροπιάζουν
Μα η υπομονή μας
Εξακολουθεί να τα λοιδορεί.
|
ΤΟ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΟΥ ΘΕΛΩ
Θέλω να χωθώ στις γραμμές της παλάμης σου
Και να γίνω το πεπρωμένο σου.
Όμως τα χέρια σου αλαργέψανε.
Γι’ αυτό ταξιδεύω μ’ ένα μαντήλι ανέμων
Και σαν όνειρο αλλοπαρμένο
Καθρεφτίζομαι επιπόλαια
Στων πιθανοτήτων το ίσαλα.
Και ζυμώνω δάκρυα
Για να χορτάσει ο πόνος
Μην πει πως τον άφησα ατάιστο
Πως δεν του ’δωσα μερίδιο της ζωής μου.
Και σε ψάχνω απεγνωσμένα
Στού μη ορίζοντα τα τέσσερα σημεία
Αφήνοντας μια σιωπή για τα ναι
Και μια για τα όχι
Σαν επιμνημόσυνη δέηση
Στης ζωής το αντιφατικό προσωπείο
Και μια κραυγή για τα ίσως
Γιατί η μυστηριώδης αβεβαιότητα
Κρύβει τη μεγαλύτερη τραγωδία.
Και κρυώνω σκαρφαλωμένος
Στη βουνοκορφή της σιωπής.
Κλείσε τη θυελλώδη απουσία σου.
Κάνει ψύχρα μεγάλη
Και μπορεί ν’ αρπάξω κανέναν θάνατο.
|
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ
Αποφάσισε επιτέλους.
Θα μείνεις ή θα ντυθείς άνεμος
Για ταξίδια αλαργινά;
Αν σκοπεύεις να φύγεις
Κέρνα με την απόρριψη έγκαιρα
Πριν υποτροπιάσει η ελπίδα.
Ξέρω εγώ τι θα κάνω.
Θα πονέσω δε λέω
Μα δε θα βάψω τη διάθεση με λυγμούς.
Μεγάλωσα κι έχω μάθει να χάνω συγκρατημένα.
Θα περάσουνε δύσκολες νύχτες
Που θ’ αφουγκράζομαι τα σανίδια
Να ροκανίζουνε νευρικά το ταραγμένο μου βήμα.
Θα διαπληκτιστώ με το στρώμα μου
Που θα γκρινιάζει πως το φορτώνω μονόπλευρα
Και χάνει την ισορροπία μεσ’ στα σκοτάδια.
Έπειτα θα διασύρω την απουσία σου
Διογκώνοντας μεσ’ στο μυαλό μου
Όλα σου τα ελαττώματα.
Και τέλος θ’ ανοίξω στο ταβάνι μια τρύπα
Και φανερά αισιόδοξος
Θα ερωτοτροπήσω με τη νέα μέρα που φτάνει.
|
O MONOΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Πόσο σκέφτομαι τους ανθρώπους
που απελπισμένα κρατιούνται
απ΄ το ασημί της σελήνης για να επαργυρώσουν την ουτοπία τους
-μιας και η χίμαιρα
Πρέπει να συγγενευει με το πολύτιμο-
και πόσο λυπάμαι τους άλλους
που κρατούν το μηδέν στην καρδιά τους
εξαργυρώνοντας τις δυνάμεις τους σε σκοτάδια.
Αχ, ετούτο το σώμα
όλο γέρνει στην αμαρτία
κι η ψυχή είναι όσο ελαφριά
που αδυνατεί να το ισορροπήσει»
μονολογεί εδώ και χρόνια ο θεός
και τον τρώνε οι τύψεις
γι΄αυτήν την κακοτεχνία του
|