Ατσαβές Γεώργιος
Πτυχιούχος της φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπηρέτησε ως έφεδρος Αξιωματικός Πεζικού. Αναμείχθηκε από πολύ νωρίς με τα κοινά και δραστηριοποιήθηκε στο συνδικαλιστικό, πολιτιστικό, κοινωνικό, αλλά και πολιτικό γίγνεσθαι. Άρθρα του δημοσιεύονται επανειλλημένα στον τοπικό, και όχι μόνον, τύπο. Έχει πάρει μέρος με ποιήματά του σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει τιμηθεί με έξι Α΄ βραβεία ποίησης, καθώς και με πληθώρα άλλων διακρίσεων. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και σε έγκυρες ποιητικές ανθολογίες. Είναι μέλος της Δ.Ε.Ε.Λ. και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ προς έκδοση βρίσκεται η τέταρτη ποιητική του συλλογή.
Υπηρέτησε και ως Διευθυντής στο 3ο Γυμνάσιο Σπάρτης. Ποιητικές συλλογές του ή ανθολογημένα ποιήματά του συμπεριλήφθηκαν στους καταλόγους Ελληνικών και ξένων βιβλιοπωλείων.
Χανόμαστε
Δε γνωρίζουμε τη φωνή της αγάπης.
Δε γνωρίζουμε της ειρήνης τ’ άγιο φως.
Ντρεπόμαστε να κοντύνουμε το βήμα μας
στη στράτα των πένθιμων κεριών.
Μπαλώνουμε τις τρύπες που άνοιξαν
οι σφαίρες,
στου ήλιου το φως.
Χρωματίζουμε το σπίτι,
που κατάστρεψαν οι καιροί
και καθημερινά ανεβαίνουμε,
-κατ’ απαρέγκλιτη συνήθεια-
στην κορυφή της υποκρισίας.
Χανόμαστε
με τρυπημένους, απ’ τους αγέρες, πόρους μας.
Θα χαθούμε!
Ας σβήσουμε στον ήλιο την κακή φωτιά.
Θα πνιγούμε όλοι μας
στον κατακλυσμό των παθών.
|
Σε παρακαλώ!
Σηκώνω το σπασμένο βλέμμα μου
και ζητώ άσυλο στους κάμπους
της ψυχής σου.
Το φιλικό μήνυμα του Θεού
ανιχνεύω στα μάτια σου.
Της θλίψης την αστροφεγγιά,
που το χλωμό περίχυμα της,
ποτίζει τις απέραντες εκτάσεις
της σιωπής μου,
θέλω να αποδιώξω.
Σηκώνω το σπασμένο βλέμμα μου
και βρίσκω καταφύγιο,
στη σελήνη της μορφής σου.
Προσπαθώ να σπάσω της απόγνωσης
το τείχος,
αλλά όλα, κοροϊδευτικά,
αλαλάζουν, μπρος στη θέλησή μου.
Μέσα απ’ τα μάτια μου,
κυλάνε, βασανιστικά, οι νύχτες
και χύνονται αργά-αργά
στις θάλασσες της αγωνίας μου.
Πήγαινε με στο ήλιο σου,
χάϊδεψε τη μορφή μου, με τα γαλάζια
πρίσματα των ματιών σου.
Βοήθησε με να περπατήσω ξανά,
στους ουράνιους παραδείσους
της ηρεμίας.
|
Να με ακούσεις μόνον θέλω…
Εσύ που υφαίνεις τα κιλίμια
των άστρων,
να μ’ ακούσεις, μόνον, θέλω.
Με στυλωμένη κατατειχίς,
την έρμη μου μοναξιά,
με εικόνες ανείπωτες,
φυλαγμένες στα άδυτα μέσα της
ψυχής,
κριτή μου υπέρτατε,
να μ’ ακούσεις, μόνον, θέλω
Και σε παρακαλώ!
Μη γίνει και διαρρεύσουν,
οι ποταμοί της δυστυχίας μου
Πρόσεξε!
Μήπως απ’ των άστρων τ’ ανοίγματα
μάθει κανείς κάτι.
Μες στη σκοτεινιά, το βήμα της ελπίδας
με αβέβαιες κινήσεις
παλεύει να με τροχιοδρομήσει,
στης γαλήνης τη γυμνή απέραντη
βεβαιότητα
Όμως, οι πέτρινες κοιλάδες του
χρόνου,
προβάλλοντας, σαγηνευτικά,
μια λαχτάρα απονήρευτη
στραγγίζουν το μάταιο φως
της ψυχής μου,
ως τη στερνή του σταγόνα. |
|