Χριστοφή Λασσέτα Βικτωρία
Γεννήθηκε στο Λονδίνο και διαμένει στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών και φοιτητικών της χρόνων, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, βλέποντας πόσο της άρεσε ο γραπτός λόγος, τόσο ο πεζός όσο και ο έμμετρος, δημοσίευσαν στις ετήσιες σχολικές εκδόσεις, κείμενα και ποιήματά της.
Σε κάθε διαγωνισμό Έκθεσης Ιδεών, ήταν πάντοτε στη λίστα συμμετοχών, αποσπώντας κάποιους επαίνους και τιμητικές διακρίσεις. Λατρεύει τα βιβλία, τόσο σε πεζό λόγο, όσο και σε έμμετρο.
Έχει λάβει, κατά καιρούς, μέρος σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, που διοργανώνονται από εκδοτικούς οίκους, εφημερίδες, περιοδικά και άλλους φορείς. Μια από τις τελευταίες της συμμετοχές, διοργανώθηκε με την υποστήριξη της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κύπρο, από όπου και πληροφορήθηκε για το 2ο φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης.
Εξ’ αποστάσεως φοιτήτρια στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Τμήμα Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, στο οποίο εισήχθηκε αριστεύοντας στις Εισαγωγικές Εξετάσεις του έτους 2002.
Ήθελα νάσουνα πουλί.
Ήθελα νάσουν γκιώνι.
Στα πέρατα να ζεις της γης,
γλυκόλαλο αηδόνι.
Να κελαηδείς τις συμφορές
με τη γλυκιά φωνή σου,
να μην αγγίζει ο θάνατος
την απαλή ψυχή σου.
Ήθελα νάσουνα πουλί,
νάσουνα περιστέρι.
Να σε σηκώνει στο φτερό
το πιο μικρό αγέρι.
Της προδοσίας το φιλί
ποτέ να μη σου δώσουν
κι αυτοί που σε πικράνανε,
σαν το κερί να λιώσουν.
Όμως εσύ είσαι παιδί-
είσαι του πόνου χάδι.
Πάνω στο τείχος της ντροπής
ασάλευτο σημάδι.
Στις γειτονιές σου τις παλιές
ζούσαν οι εχθροί σαν φίλοι.
Μα σαν μοιράσεις μια ζωή,
πόση ζωή θα μείνει;
Κι ήρθε ο Ιούλης της φωτιάς-
κι ήρθε η φυγή τ’ Αυγούστου.
Μείναν τ’ αμπέλια ατρύγηγτα
την εποχή του μούστου.
Μέσα στη ρίζα μιας ελιάς
ήπιες το πρώτο γάλα
κι ανέβηκες σαν γολγοθά
της νιότης σου τη σκάλα.
|
Κανένα χάδι πατρικό
εσύ δεν είχες πάρει.
Χάθηκες μες στο πανικό
που σπείραν οι βαρβάροι.
Μάζεψες ό, τι απέμεινε
και το ’κανες ελπίδα,
μα σε ανάγκασαν να ζεις
σε δανεική πατρίδα.
Λευκό μαντήλι ανέμισες
κι έφυγες για τα ξένα.
Καινούργια μέρη πάτησες,
πατρίδα όμως κανένα.
Για να ριζώσεις πάλεψες
κι έφτιαξες νέο κόσμο,
μα στα παλιά σε γύρισε
ένα γλαστράκι δυόσμο.
Κάνε τον πόνο προσευχή,
στάξε κρασί στο χώμα.
Για κάθε πίκρα μια ευχή,
γι’ αυτούς που ζουν ακόμα.
Κτίσε καινούργια εποχή
κι ο χρόνος ας ορίσει
αν την Ιθάκη που έσπειρες
η μοίρα θα θερίσει.
Πέτα αητέ μου- πέταξε!
Πέταξε χελιδόνι!
Φράξε με τις φτερούγες σου
το βόλι στο κανόνι.
Της νέας μέρας η αυγή
στόχος για μας να γίνει
κι ας μην είναι πια όνειρο
η «Επί γης ΕΙΡΗΝΗ»
|
Έχει διαβαστεί 231 φορές