Δημάκη Μαρία Θεοδώρα
Ζωγράφος, χαράκτρια, συγγραφέας-ποιήτρια, φοιτήτρια Ιατρικής. Βράβευση και μετάλλιο στο 2nd AAW International Youth Salon 2007 στην Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος, ΜΕΞΙΚΟ, 10/2007-2-2008). Επιλέχθηκαν έργα της να παρουσιαστούν ανάμεσα στους 100 καλλιτέχνες από 26 χώρες, στο Βιβλίο “The Mail Art Project 31.12.06: IMMIGRA-TION” που θα εκδοθεί στο Μαϊάμι, ΗΠΑ σε 3 γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά). 2ο βραβείο ποίησης από την οργάνωση για τον πολιτισμό «Αργοναύτες» και τις εκδόσεις «Υδρόγειος» στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης (8/6/2007), Βραβείο Δημιουργικής Γραφής από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ (2/2007), 1ο βραβείο Πανελλήνιου διαγωνισμού έκθεσης ιδεών, 2ο βραβείο ποίησης Ένωσης Φιλολόγων Ν. Λάρισας, 3ο βραβείο διαγωνισμού Σχεδίου από περιοδικό των Αττικών Εκδόσεων, Διάκριση διηγήματος της ΝΕ.ΚΙ.Λ. (Νέα Κίνηση Λογοτεχνών).
Έργα της βρίσκονται στο αρχείο του Κέντρου Πολιτιστικών υποθέσεων Πηλίου «Πηλαίον», σε προσωπικές συλλογές και στα γραφεία της ΤΕΔΚ (Τοπική Ένωση Δήμων & Κοινοτήτων) Ν. Λάρισας. Μέλος της γαλλικής ένωσης καλλιτεχνών NAUTE.ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
Μάνα
«Πόλεμος!» μας είπανε τη νύχτα που η μάνα έραβε.
Ετοιμοθάνατη η λάμπα στο ταβάνι, κι έτσι τυφλά τα δάχτυλά της κένταγαν
ερωδιούς.
Κι από τότε μανάδες και οι κόρες γινήκαμε θνητά ρολόγια.
Στα χαρακώματα της πλέξης πολεμάγαμε το χρόνο.
Με τις κλωστές μαχόμασταν τις ώρες.
Πάνω από το χρώμα της φανέλας –το ανάπηρο λευκό- θρηνούσαμε γιους
και αδελφούς.
Άτσαλα νήματα ανταγωνίζονταν τις τέλειες ραφές.
Και η ησυχία το λυγμό μιας μάνας.
Δάκρυα που σκόνταφταν στις πλέξεις.
Στον ήχο της σφαίρας σπάει ο θόλος του ουρανού,
«Το ’ξερες εσύ πως ήταν γυάλινος;»
Κι ύστερα ένα πρόσωπο βαρύ, να τσαλακώνει τη δαντέλα.
Μέσα στον κόκκινο και άδικο λεκέ,
ως άλλη Οφηλία να πνίγεται.
Και το ρολόι να μετρά μονάχα τις απουσίες,
Να περιμένει πότε θ’ ανοίξουμε οι χούφτες για να πιαστεί στα νταντελένια της
χωράφια, στους ξεφτισμένους ερωδιούς της πρώτης νύχτας. |
ΜΑΗΣ Μέσα στην παλίρροια, το βρέφος άντεχε
Ήταν ένα μωρό με πείσμα.
Έπλεε στο έλεος μιας μήτρας άφαντης με την αγωνία της αρτιμέλειας…
Κι ένας Μάης γεννήθηκε.
Το έβλεπα στ’ αρμυρίκια στους γοφούς,
Τους πανσέδες στα δάχτυλα
Με πρόσωπο παιδικό και μια δίψα στο στόμα όπως όλα τα ψαροπούλια.
Προτιμούσε τα γυμνά πέλματα κι όχι τους φελλούς που γλιστρούν στα χτένια.
Είχε προσμονή στο βλέμμα σα νεοσσός.
Γύρεψε τον κατάλληλο βλαστό, την πιο ντροπαλή πεδιάδα, εκείνη που
Κοκκινίζει στην αφή, για τη μέλισσα που τον ήθελε αιχμάλωτο στις κυψέλες-
Και της κάνει το χατίρι.
Βάφει το μέλι της χρυσό,
Κάνει το θυμάρι ήλιο, καθώς στις παλάμες του γλιστρούν μελίσσια
Στα χέρια του Μαγιού. |