Δρακουλαράκου Βίκυ
Η Βίκυ Δρακουλαράκου είναι Συγγραφέας, Κριτικός λογοτεχνίας, Επιμελήτρια εκδόσεων.
Εξέδωσε το 2019 την ποιητική συλλογή με τίτλο Αμαλθείας κέρας από τις εκδόσεις Όστρια.
Έχει συμμετάσχει σε ανθολόγια ποίησης. Υπήρξε μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμών. Απέσπασε βραβεία ποίησης και διακρίσεις από πολιτιστικούς φορείς για την προσφορά της στα γράμματα. Ανθολογεί και επιμελείται με την Καίτη Κουμανίδου συλλεκτικά έργα.
Δερματοστίκτης
‘’Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα’’
Σ’ αυτό το ιατρείο ψυχών
ανθρώπου συντροφιά δε χνωτίζει.
Φοβάμαι Κύριε,
φοβάμαι τα κρεμασμένα σώματα
στο κλαρί της σαβανωμένης άνοιξης.
Τον υποτακτικό του θανάτου φοβάμαι
που εκτελεί τους διατεταγμένους
ενταφιασμούς
απ’ την αγέλη των αφρόνων.
Ξέφυγε η τροχιά μου απ’ τον κανόνα
Κύριε,
την λαφυραγώγησε η στυφή θολούρα
του δερματοστίκτη στις φλέβες μου.
Πόσο δύσοσμη μοναξιά έχω...
Στα συσσίτια αγάπης μόνο δικόγραφα
μου προσφέρουν κι η επιούσια ζωή,
μύθευμα του βάλτου κι αυτή.
’Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα’’
Κύριε,
το μειωτικό σαρκίο μου
θα σου εμπιστευτώ.
Στο σώμα της θλίψης μου
το θηλυκό φουστάνι μου θα φορέσω
‘’και θα βγω στους δρόμους’’.
Νοστάλγησα τη σκέπη του πατέρα μου,
μόνο στα ποιήματα πια του γνέφω.
Στο τιμάριο της σκέψης μου
ειδώλιο περήφανο κι αυταρχικό στέκει.
Μα, δίχως εκείνο το εγώ είμαι εδώ,
μη φοβηθείς.
Κοίτα Θεέ, κοίτα πίσω από την ακίδα
της μνήμη μου.
Βλέπεις μια φεγγαράδα γιορτινή,
‘’κι ένα κομμάτι από θάλασσα’’;
Ε! Καιρό τώρα, μου την έχουν στήσει!
Δρακουλαράκου Βίκυ
|
Πράσινη νεράιδα (Αψέντι)
Δριμεία λυρίδα μου,
ποιά γυμνόστηθη νυκτωδία
σιμά μου σ’ έφερε,
στης ζωής την απλότη
ανασαιμιά λυσιτελή να δώσεις;
Εξέλιπες, της μυρωδιάς του δειλινού,
Ατθίδε μου.
Εύσαρκο όνειρο της κλίνης μου
κι αψέντι του λογισμού μου.
Δρόσο της αγκάλης μου,
στις φυλλωσιές των αστεριών
οι σαλεμένοι μου φθόγγοι
εν ατολμία διήγαγαν
το έκλυτο πάθος σου.
Η νιότη μου η σβηστή, σε πρόσμενε,
τη λευκή σινδόνη ματώνοντας.
‘’Ήρθες, καλά που έκανες’’
ζων ύδωρ μου,
ψαλτήρι των λυρισμών μου.
Φλόγα μου ασπαίρουσα,
στη θηλαία αλώ μου σε νανούριζα.
Το βλαστάρι σου το ηδονικό,
μ’ αναστενάγματα του φεγγαριού
η διακαής ρίμα μου το φίλευε.
‘’Ήρθες, καλά που έκανες’’
μοσχοβόλα αρτεμισιά μου!
Οικτίρω με, που απέχω σε,
δοξάρι των ακρογιαλιών μου!
Δρακουλαράκου Βίκυ
|
|
|
|
|
|
|