Γκίτση Αναστασία
Η Αναστασία Γκίτση γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Απόφοιτη του τμήματος Θεολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της «Οικουμενικής Θεολογίας» του Α.Π.Θ. Κάτοχος master του Centre Orthodoxe du Patriarcat Oecuménique (Chambésy – Ελβετία). Είναι καθηγήτρια Θεολογίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση και υποψήφια διδακτόρισσα στον τομέα της «Δογματικής Θεολογίας» του Α.Π.Θ. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή είναι, «Ξέρω! Είναι κάπως αργά…». Άρθρα, μελέτες, μεταφράσεις και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) τόσο θεολογικού όσο και λογοτεχνικού επιστητού όπως και σε Ανθολογίες όπως : «Δεσμοί λόγου & υπόσχεσης», «Οδός Ποιητών» και «…ας υφάνουμε ποίηση» από τις εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία. «Ανθολογία 77 Βραβευμένων Ποιητών» από τις εκδόσεις Μαίανδρος. «Ερωτικός Μάιος Θεσσαλονίκης» από τις εκδόσεις «Υδρόγειος». «Λογοτεχνικό–Εικαστικό Απάνθισμα Γυμνασίου Αστυπάλαιας». Έχει βραβευτεί για ποιήματά & διηγήματά της από: το λογοτεχνικό περιοδικό ΚΕΛΑΙΝΩ, την ομάδα Λόγου & Τέχνης, το Ωδείο Φουντούλη, την πολιτιστική ομάδα Δήμου Πετρούπολης, το πολιτιστικό κέντρο Δήμου Θερμαϊκού, το Καφενείο των Ιδεών, τον Griechischer Kunst und Literatur Verein, την Union of European Writers, από την Music Heaven και τέλος απέσπασε το 3ο Βραβείο Ποίησης στον 2ο «Ποιητικό Διαγωνισμό Θεσσαλονίκης» που οργάνωσαν οι «Αργοναύτες» τον Μάιο του 2008 και συμμετείχε στην αντίστοιχη ανθολογία που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος «Υδρόγειος». Έχει συγγράψει στίχους για τους μουσικοσυνθέτες Χρυσόστομο Σταμούλη και Κώστα Τζιαγκούλα. Συνεργάζεται με τον ζωγράφο - αγιογράφο κ. Γιάννη Μητράκα καθώς και τη ζωγράφο – γλύπτρια κ. Αναστασία Παπαθανασίου.
ΚΑΙ ΕΦΕΡΕ Η ΒΡΟΧΗ
Θα’ ναι μάλλον η βροχή
που έφερε τη γνώριμη μυρουδιά σου… εδώ,
σ’ αυτό το απόψι μου που μοιάζει νοσταλγία…
που σταλάζει μνήμες και τρυφερές θύμησες…
Και έφερε η βροχή, βροχή στα μάτια σου,
το ηλιοβασίλεμα, στο γλαυκό σου κορμί…
σαν θάλασσα απλώθηκα στην έγνοια σου,
σαν χάδι μητρικό που πόνο δεν ξόδεψε κανένα
- μόνο καημό απώλεσε -
σαν στάχτη από μακρινό και ανεκπλήρωτο τάμα.
Και αν είναι που κρατώ κερί στο χέρι μου
είναι για να φωτίζω το πρόσωπό σου.
Και έφερε η βροχή, βροχή στα μαλλιά σου,
τη νύχτα, στην ευερέθιστή σου ανάσα…
σαν χνούδι λεύκας που άγγιγμα δεν έσωσε κανένα
- μόνο ολοφυρμούς στάλαξε -
έτσι αγγελικά καθώς αφέθηκε στα χέρια μου.
Και αν είναι που φόρεσα το χρώμα το λευκό
είναι για να σώσω την αθωότητα.
Και έφερε η βροχή, βροχή στο σώμα σου,
το αχ! σου το γλυκό, στην άκρια των χειλιών…
σαν φθόγγος μνημονικός που άλλο δεν ξεστόμισες ποτέ
- μόνο αγάπη θύμισε -
έτσι τρυφερά καθώς στο δικό μου σώμα κουλουριαζόταν.
Και αν είναι που ακίνητη στέκω, ολόγυμνη σκιά στο
κρεβάτι του χρόνου
- μη μου θυμώνεις ματάκια μου -
είναι που προσπαθώ να σ’ αφουγκράζομαι στις αμετάκλητες
εναλλαγές των αιώνων… |
ΣΕ ΒΛΕΦΑΡΑ ΘΑ ΚΟΥΡΝΙΑΣΩ
…και κούρνιασε η Πηνελόπη
στην αγκαλιά του Οδυσσέα,
και ακραγγίζοντας σιωπηλά
το υφάδι της κλωστής
ψέλλισε διστακτικά… Κάτι από γκρεμό
θυμίζουνε τα μάτια σου
κι αιωρούμενες συσπάσεις ψυχικές
που αναδύουν γνώριμες μυρουδιές
μοναχικών σιωπών. Αν μ’ αρπάξεις
και γλιστρήσω στα βλέφαρά σου
θα κουρνιάζω παντοτινά,
σ’ εκείνη τη γωνιά του πιο δικού σου εαυτού
αγνοώντας την ύπαρξή μου… Καθώς χρόνια τώρα κάνω
ανάμεσα σε μνηστήρες που πιότερο
τον εαυτό τους αγάπησαν. |