Κουναδίνης Μαντζουράνης
Ο Μαντζουράνης Κουναδίνης γεννήθηκε στη νήσο Σκύρο. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη και δόθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Αριστοτέλης. Τα σκληρά εκείνα χρόνια σφυρηλάτησαν την προσωπικότητά του αλλά και την αντίληψη της συντροφικότητας που τον διέκρινε κατοπινά στη ζωή του, παράλληλα με τις υπόλοιπες ηθικές αξίες που του μεταλαμπαδεύτηκαν.
Υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό και σε ηλικία 22 ετών ολοκλήρωσε το πρόγραμμα μετανάστευσης της ΔΕΜΕ και ταξίδεψε στη Βραζιλία, όπου έζησε και εργάστηκε για τρία χρόνια. Από το Ρίο Γκράντε μπάρκαρε με νορβηγικό καράβι και εργάστηκε ως
ναυτικός για 22 χρόνια. Στην αρχή της ναυτικής του ζωής έπεσε από το καράβι για να σώσει έναν Νορβηγό συνάδελφό του. Η πράξη αυτή παρασημοφορήθηκε από τον Βρετανικό Σύλλογο Ναυτικών Liverpool Shipwreck And Human Society. Οι Νορβηγοί μετά από αυτό δεν το ξαναείδαν ως τον Έλληνα μετανάστη αλλά σαν ίσο προς ίσο. Όλη του την ζωή κάτι έγραφε όταν ήταν μόνος του. Δυστυχώς όσο ζούσε δεν πρόλαβε να εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή, παρά μόνο να στείλει μερικά ποιήματα για την Σκύρο στην εφημερίδα της γενέτειρας του. Το Αρχείο του, αποτελούμενο με πάνω από 100 ποιήματα, ένα πεζό, το οποίο αναφέρεται σε μεγάλο μέρος της πολυτάραχης ζωής του, αλλά και πλούσιο υλικό ιστορικών εγγράφων, που τεκμηριώνουν τα γεγονότα που έζησε, παρέμενε κλεισμένο σε κουτιά για πολλά χρόνια.
Όλα άλλαξαν 25 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, το Αρχείο του Μαντζουράνη Κουναδίνη έρχεται στην επιφάνεια και αναγνωρίζεται επίσημα ως ποιητής. Επίσης λαμβάνει το πρώτο Βραβείο Ποίησης από την κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης. Τοποθετήθηκε πινακίδα με στίχο του στο λιμάνι της Κύμης και ήδη υπάρχουν τέσσερα μελοποιημένα ποιήματά του
από τον ναυτικό μουσικό Ανδρέα Κοντογεώργη - Andreas at sea).
Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ
Πατρίδα τους οι ωκεανοί, αδέλφια τα παράλια
Κι'πιο πίστη του σύντροφος, του λιμανιού η μπάρα
Σημαία, που ο άνεμος την έκανε ρεταλια
Λουλούδι, που το φύτεψαν στην έρημο Σαχάρα
Απ' όλους είναι πάντοτε, ο πιο αδικημένος
Σκυλόψαρο, που βρέθηκε μες τα ρηχά μοναχο
Καλόγερος π'αμαρτησε, και είν'αφορισμενος
Κάποιον, που θαψαν ζωντανό, κατ' από γκρίζο βράχο
Αλάτι, αίμα και σκουριά, και καραβισια βρώμα
Μια ψυχή χωρίς χαρά, ζωή ηστεριμενη.
Φύκια, κοχύλια, και πετσί, έγιναν ένα σώμα
Και μια καρδιά, από πουρί, και στρείδι, σκεπασμένη
Ζητά η ψυχή του την χαρά, γυναίκα το κορμί του
Ο πόθος γίνεται θεριό, τα σωθικά του σχίζει
Πύργος, όπου χορτάρια σε, η πέτρινη μορφή του.
Μια ζωή ολάκερη, σπέρνει μα δεν θερίζει.
Γάιδαρος που το μαγκανο, γυρίζει και ιδρώνει.
Κριάρι, με τα τέσσερα, μες το μαντρί δεμένο.
Σίδερο, που το κοπανουν, επάνω στο αμόνι
Πουλί μες τους ορίζοντες, και στα πελαη χαμένο.
Μαντζουράνης Εμμ. Κουναδινης Ανθχος ΕΝ
1933-1994
|
Πρώτο μπαρκο
Φυσούσε ο παμπεϊρο, εκείνον τον χειμώνα
Όπου επρωτο μπαρκαρα, από την Βραζιλία
Είχα μες την βαλίτσα μου, μια παλιά εικόνα
Φανέλες, τρία σοβρακα κ κανα δυο βιβλία.
Δεν μ' ένοιαζε που βρέθηκα, ανάμεσα σε ξένους
Σαν Έλληνας στα στήθια μου, είχα την περιφανια
Ήθελα να βλεπα φυλές κ τόπους μαγεμένους
Και γνωριμίες να κανα, σε όλα τα λιμάνια.
Όρθιος στέκει στην γέφυρα, δυο μέτρα ο Νορβηγός
Ψυχρά κοιτάει την έξοδο, που το καράβι βγαίνει
Τον χαιρετάει φεύγοντας,στην λάντζα ο πλοηγός
Και βγαίνει στον Ατλαντικό, καμαρωτο το Βενι.
Πελώρια κύματα βουβά, τ' ανεβοκατεβαζουν
Κοιτούν οι γλάροι από ψηλά, ν' αρπάξουν κανα ψάρι
Η μηχανή ζοριζετε, τα έμβολα στενάζουν
Κ'εγω με δάκρυα κοιτώ, στον κάβο το φανάρι.
Αντίο γη π' αγάπησα, σαν δεύτερη πατρίδα
Σκόρπια πάνω σου άφησα, κομμάτια απ'την καρδιά μου
Εσύ την περιπέτεια μου έδωσες για ελπίδα
Για σένα κλαίνε σήμερα τα μάτια τα δικά μου
Χρόνια επέρασαν πολλά, από την μέρα εκείνη
Τον κόσμο όλων γνώρισα, λύπες και μεγαλεία
Μέσα μου αλησμόνητα, τα πάντα έχουν μείνει
Ότι πιο ωραίο γνώρισα, κοντά σου Βραζιλία.
Μαντζουράνης Εμμ. Κουναδινης Ανθχος ΕΝ
1933-1994
|
|
|
|
|
|
|