Κούσουλας Δημήτρης
Ο Δημήτριος Αθ. Κούσουλας είναι αρχαιολόγος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 1982 και ανατράφηκε στο Άργος. Έλκει την καταγωγή του από ιστορικές οικογένειες της Μεσσηνιακής Μάνης και της Κρήτης. Από μικρός, έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, τις τέχνες και τον αθλητισμό, κερδίζοντας τιμητικές διακρίσεις και επαίνους. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Κλασική Αρχαιολογία (Master of Arts) και Λατινική Φιλολογία, στο Πανεπιστήμιο της Βόννης (Γερμανία). Εργάστηκε επί μακρώ σε σωστικές και συστηματικές ανασκαφικές έρευνες και σε αποθήκες μουσείων, ως επιβλέπων αρχαιολόγος. Έχει πραγματοποιήσει σειρά ανακοινώσεων και μελετών για την αρχαία ελληνική τέχνη σε διεθνή συνέδρια. Ασχολείται με τη βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική (πιάνο) και τη μαρμαρογλυπτική. Από το 2019, είναι υποψήφιος Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Münster (Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία).
Με τη λογοτεχνία, ασχολείται από παιδί, βρίσκοντας διέξοδο στις σκέψεις και τους προβληματισμούς του, τασσόμενος στα υψηλά νοήματα που οφείλει να υπηρετεί η Τέχνη. Έχει εκδώσει ποιήματα και θεατρικά έργα, σε ομαδικές ποιητικές συλλογές των εκδόσεων Διάνυσμα και στην εφημερίδα Χιακός Λαός. Το 2020, διακρίθηκε με έπαινο στον Α΄ Ομηρικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, για το θεατρικό μονόπρακτο Excessus mentis. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Οι στεναγμοί της νιότης. Εργάζεται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας (ΕΦΑΑΡΓ).
Τὸ τάμα στὸν Ταξιάρχη (Χαίρε Αρχάγγελε)
Σεμνὲ δρεπανοφτέρουγε-διαφεντευτή
τῆς θάλασσας, τοῦ κύματος καὶ τῆς καρδιᾶς,
Ταξίαρχε τοῦ πέλαγους καὶ τῆς στεριᾶς-
τῆς Σύμης φωτοστάλακτε καλλιφανή,
ἀπ’ τοῦ Τσιρίγου τὸ γιαλὸ τὸν τορνευτὸ
τὸ τάμα μου σοῦ στέλνω μὲ τὰ κύματα-
λιβάνι, λάδι, δίκταμο καὶ φρύγανα-
νὰ κάψουν στὸ καντήλι τὸ λευκόλωφο.
Λάβε τὴ δέηση καὶ μύρανε μὲ φῶς
τῆς ὡραιόθωρης κυρᾶς τὰ βήματα
τὴν ὥρα ποὺ ἀπ’ τὴν πόρτα μου σιγοπερνᾶ-
νὰ μὴν σκοντάψει σὲ δρομὶ καὶ τρίστρατο.
Γοργᾶ να’ ρθεῖ στοῦ κήπου μου τὴ λεμονιά,
γλυκὸ φιλὶ στὰ χειλη μου νὰ μὲ κερνᾶ.
Κούσουλας Δημήτρης
|
Τὸ γέλιο τῆς ἀδελφοκόρης
Παιδίσκη, μὲς τὰ φρύγανα ποὺ κρύφτηκε ἡ μορφὴ σου;
Ποιὸν ἄνεμο ξεγέλασες νὰ παραβγεῖ μαζὶ σου;
Πῶς ἡλιοστάλαχτο ἀνθεῖ τὸ γέλιο σου στὰ χείλη;
Τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ νοτιὰ στὰ μάτια σου πως κλείνεις;
Τρέχεις στὸν κάμπο καὶ κρατεῖς τὸν ἄνεμο ἀπ' τὸ χέρι,
μεθεῖς ἀπὸ τ' ἀρώματα, ὄμορφο πεφταστέρι.
Παιδίσκη, κόκκινο φορεῖς χτενάκι στὰ μαλλιά σου,
ῥοδόχρωμα καὶ τρυφερὰ ποὺ ’ναι τὰ μάγουλά σου!
Μικρὰ γοργὰ τὰ βήματα, ἀνέμελα, στὸ χῶμα,
κρύσταλλο ἡ φωνούλα σου, μικρὴ μου ἀνεμώνα.
Καὶ ποιὸ τραγούδι θὲ νὰ πεῖς-δὲ μοῦ' χεις μαρτυρήσει-
σὰν πιεῖς νερὸ καὶ σὰ λουστεῖς σὲ περδικένια βρύση·
κι ἂν σ' ἀγαπῶ, δὲ θὰ στὸ πῶ μήτε θὰ τὸ φωνάξω,
γιατὶ μπορῶ, σὰ σὲ κρατῶ, τὸν κόσμο ὅλο ν’ ἀλλάξω.
Κούσουλας Δημήτρης
|
|
|
|
|
|
|