Λαδοβρέχης Γιώργος
Ο Γιώργος Λαδοβρέχης γεννήθηκε στην Κέρκυρα όπου ζει και εργάζεται. Είναι πρωτοψάλτης-καθηγητής βυζαντινής και ευρωπαϊκής μουσικής, χοράρχης της Ιεράς Μητρόπολης Κερκύρας Παξών και Διαποντίων Νήσων και μαέστρος παραδοσιακών χορωδιών. Επίσης παίζει παραδοσιακά κρουστά σε διάφορα μουσικά σχήματα.
Διατελεί πρόεδρος του συλλόγου «Εστία Πολιτισμού» με πλούσιο πολιτιστικό έργο, ενώ είναι και ραδιοφωνικός παραγωγός των εκπομπών «Βυζαντινές Περιπλανήσεις» και «Ήχος Ελληνικός».
Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία: «Θεωρία και πράξη της Βυζαντινής Μουσικής», «Μονοπάτια Παράδοσης», ένας ολοκληρωμένος τόμος με παραδοσιακά τραγούδια σε βυζαντινή μουσική σημειογραφία, καθώς και οι ποιητικές συλλογές «Στις Ερημιές των Άστρων» εκδόσεων Ζενίθ και «Ο Μέγας Ασματικός» εκδόσεων image.
ΑΔΡΑΧΤΙ
Τα όνειρα μας βάλαμε μπροστάρη
στη κόχη του καιρού μας τη γλυφή
με γέλια κοροϊδεύαμε τον Άδη
και με φιλιά την άπονη εποχή
που έτσι πρασίνισε το λιγοστό χορτάρι
και ξάνοιξε δειλά η ροδαυγή.
Μια θάλασσα ξεχύθηκε στο νου μας
που κάρπισε την άγονη κοιλιά
τ’ ολόγιομο φεγγάρι στην αυλή μας
με μύθους και χρησμούς να μας μιλά
για τις παράξενες βουλές του αστεριού μας
που παίζει τις ζωές μας στα χαρτιά.
Με δέρμα δουλεμένο απ’ τον αγέρα
και μεστωμένο πόθο στη ματιά
κινήσαμε με της αγάπης τα έργα
να φτάσουμε στα κάστρα του βοριά
μα πέσαμε στη σιδερένια μπόρα
και στην καυτή ανάσα του φονιά.
Με τ’ άρμενα της μέρας μας συντρίμμια
τα λιγοστά μας λόγια λέμε πια
στους δρόμους του μυαλού μας σαν χαμίνια
γυρνούν οι μνήμες της καλονυχτιάς
και μέσα στης ψυχής μας τα λαγούμια
ξεμαρμαρώνουν παλαιά στοιχειά.
Μα πάντα το όνειρο θα σιγοκαίει
και θα θερμαίνει την πολύτιμη στιγμή
που ξαναπιάνοντας το μαγικό δοξάρι
θα τραγουδήσουμε ωδή δοξαστική
στης νιότης μας την τόλμη και τη χάρη
που αψήφησε τον Μέγα Εκδικητή.
Κι’ όταν η ρόδα του καιρού μας θα γυρίσει
για ν’ ανεβούνε άλλοι στη σκηνή
κι’ ο αντίλαλος της πάλης μας θα σβήσει
στης λησμοσύνης την αρχαία πηγή
στ’ άπειρο τότε η ποίηση θα μιλήσει
στης μνήμης σας τον θρόνο να καθίσει.
Λαδοβρέχης Γιώργος
|
ΑΚΡΙΤΑΣ
Στην ύστατη και υψηλότερη κορφή, της λευτεριάς στερνή ελπίδα
εκεί κινώ να οχυρωθώ, ότι είναι δυνατόν να περισώσω.
Τόπο για υποχώρηση δεν έχει.
Θα κτίσω κάστρο γκρίζο, δωδεκάτειχο, χιλιόχρονα απόρθητο
να βασιλεύει ήθος.
Υψιπετής βιγλάτορας και ακρίτας στον κύκλο των αιώνων
σε άλογο καβάλα ασημένιο, με φλογισμένο τον μανδύα
και με μαχαίρια και σπαθιά ακονισμένα
να αποκρούω τις επιδρομές των αλλοτρίων.
Της μνήμης άσβεστη η καύτρα
να εμφωλεύει στην καρδιά μου και να καίει.
Άρχων εξόριστος, να περισώζω ψιμύθια αληθείας
και ξαναφτιάχνοντας τον κόσμο με τις λέξεις
καρτερικός ονειροπόλος των θριάμβων
τον τόπο που μου κλέψατε να ξαναπάρω πίσω σχεδιάζω
των νοημάτων τους εκπορνευτές να αφανίσω.
Λαδοβρέχης Γιώργος
|
ΚΑΝΟΝΑΣ
Βουτάω την πένα μου στα ανεμόδαρτα πέλαγα
και γράφω της Άνοιξης νικηφόρα ωδή
τη μιλιά της θάλασσας ακούω μεθυσμένος
στου Ακτίστου Φωτός το ξημέρωμα.
Απλώνω το βλέμμα μου στων οριζόντων τα πέρατα
αντικρύζοντας των μελλουμένων το φως
και η ποίηση λαμπρά πανηγυρίζει
στις κυανές της φαντασίας μου θάλασσες.
Ιταμοί ηγήτορες φυλακίσαν την Άνοιξη
την κλειδώσανε στα σκοτεινά τους κελιά
σε συμβούλιο κρυφό αποφασίσαν
την ισόβιο κάθειρξη.
Τα χρώματα έφριξαν στην απουσία της
λοιμοί και σεισμοί ερημώσαν τη γη
και ανοίχτηκαν αβύσσου οι λειμώνες
κρύο απέραντο και σκοτάδι βαθύ.
Οι μέρες χαμήλωσαν στου κόσμου το σούρουπο
στεκόμαστε εμβρόντητοι στης εποχής το κενό
στη νύχτα την άναστρη πικρά μοιρολογούμε
των λουλουδιών την απώλεια.
Του κρίνου υφαίνουμε ολόλευκο φόρεμα
κεντάμε τους πόθους μας στα φτερά των πουλιών
μια πομπή που οδεύει στολισμένη
να νικήσει τον αχόρταγο θάνατο.
Στους θρήνους μας στέργει η γλυκύτατη Άνοιξη
στο Σύμπαν προσεύχεται, στα Άστρα, στο Φως
και ο Ωρίωνας μιλά στην Κασσιόπη
και αγαλλιάζουν τα πέρατα.
Τα πάντα παρόντα στην ευωχία του Σύμπαντος
τα ρόδα τα εύοσμα ανθίζουν ξανά
σκοτεινά είδωλα δεν μας εξουσιάζουν
στα κατάσκια άλση του έρωτα.
Στη στέγη του κόσμου ενθρονίζεται η Άνοιξη
ευφροσύνη ανήκουστη το δονούμενο φως
στους ορίζοντες θερμά να τραγουδούμε
της ζωής την Ανάσταση.
Βουτάω την πένα μου στα ανεμόδαρτα πέλαγα
και γράφω της Άνοιξης νικηφόρα ωδή
τη μιλιά της θάλασσας ακούω μεθυσμένος
στου Ακτίστου Φωτός το ξημέρωμα.
Λαδοβρέχης Γιώργος
|
|
Έχει διαβαστεί 134 φορές