Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024
|
Μαγγανιάρη Λευκοθέα
Γεννήθηκε το 1991 και ζει στην Αθήνα. Απόφοιτος ΑΤΕΙ. Είναι ειδικευμένη νοσηλεύτρια και εκπαιδεύτρια νοσηλευτικού προσωπικού και συντονίστρια ομάδας απομακρυσμένης εποπτείας. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. Γνωρίζει και χειρίζεται πολλά από τα προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Έχει άδεια οδήγησης, έχει λάβει μέρος σε σεμινάρια και σε Πανελλήνιες ημερίδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας υγείας.
Είναι νύχτα.
Απ τις λίγες νύχτες που ακούω την φωνή της σιωπής στην πλάση,
στο δωμάτιο, στην αυλή έξω.
Απ τις λίγες νύχτες που στέκονται τόσο ήσυχες,
αόρατες στο συνεχές της ζωής, σαν ένα ρολόι που σταμάτησε.
Κι ακούω το φεγγάρι. Και το φεγγάρι μου μιλάει.
Άκουσε τη φωνή μου -μου λέει- σου μιλάω απ όταν ήσουν παιδί,
σου μιλάω κάθε νύχτα, σε κοιτάω κρυφά κάθε πρωί.
Είμαι εκεί όταν πονάς, όταν δεν ξέρεις τι νιώθεις, όταν φοβάσαι.
Μια γριά συγγενής, μακρινή, που δεν επισκέπτεσαι πια
γιατί κουράστηκες να ακούς τις ιστορίες μου.
Κάθομαι μόνη, μακριά και τραγουδάω το δικό σου νανούρισμα.
Θυμήσου το τραγούδι που σου λέω.
Το ακούς κάθε νύχτα και κάτι μέσα σου δε πατάει πια στη γη.
Έρχεται κοντά μου. Καμιά φορά δακρύζεις γιατί θυμάσαι,
αλλά πάντα τελικά κοιμάσαι.
Και έπειτα ξυπνάς, μια άλλη μέρα, με ένα ρολόι συνεχώς να τρέχει.
Και μισοτραγουδάς αλλά ο σκοπός είναι πλέον ασυνάρτητος, απόκοσμος.
Και απλά πας, βλέπεις αλλά δεν ακούς πλέον τόσο καλά.
Και το ρολόι τρέχει πλέον, μια μέρα μετά από μια άλλη,
ίδια, σαν μεθυσμένος σκοπός, σαν κάποια αλληγορική δίνη
στην οποία δε θυμάσαι πως μπλέχτηκες, απλά πας.
Δεν μπορείς πλέον να καταλάβεις την αλληγορία,
δε σκέφτεσαι πλέον έτσι.
Και το φεγγάρι σου μιλάει ακατάπαυστα, αλλά η φωνή του σε πονάει,
δε την καταλαβαίνεις πλέον.
Ανεβάζεις τον ήχο στην τηλεόραση και απλά κοιτάς
χωρίς να βλέπεις, δε μπορείς να κοιμηθείς πλέον, δεν ονειρεύεσαι.
«Θα ήθελα να με καταλάβαινες, ίσως γέρασα τόσο
που το μυαλό μου είναι ασταθές, τόσοι αιώνες μοναξιάς, μαζί με όλους εσάς.
Όλοι μόνοι μας. Όλοι χτίζουμε κάθε μέρα την απόσταση μας
και κάθε νύχτα εγώ γεμίζω το κενό με σκιές.
Πολλοί δε τις αντέχουν, αλλά αυτό κάνω. Είμαι όμως τρυφερή…
Έρχομαι και σου χαϊδεύω τα μαλλιά, σου λέω τις πιο φανταστικές ιστορίες,
δικά σου επιτεύγματα.
Σου λέω «μπράβο, πόσο γενναίος είσαι μέσα στις σκιές σου».
Στα λέω όλα. Και αυτό σε τρομάζει, σε τρελαίνει.
Και γω δακρύζω, κοιτάω το ρολόι σου και φεύγω.
Δεν έχεις χρόνο πλέον γι αυτά και γω γέρασα πια,
ίσως να κάνω λάθος που επιμένω να σε βλέπω.
Ξυπνάς, πλέον δυσκολεύεσαι να σηκωθείς απ το κρεβάτι.
Παραμερίζεις τα πάντα και πας, ακολουθώντας το ρολόι σου.
Κοιτάς, τρομάζεις. Ο χρόνος πέρασε.
Φτάνει μια στιγμή απελπισίας για να με ακούσεις
-Είναι το τέλος; ρωτάς
-Δεν απαντώ.
-Συγνώμη, δε σε άκουσα ποτέ.
Χαμογέλασα. «Μπράβο, πόσο γενναίος είσαι μέσα στις σκιές σου».
Και τότε αποφάσισες να συνεχίσεις εσύ το ποίημα σου.
Είναι η μέρα που άκουσα τη φωνή σου ξανά,
τραγούδησα την αξία μου, πόνεσα με τις επιλογές μου.
Είναι η μέρα που έζησα
Μαγγανιάρη Λευκοθέα |
Ηταν μια γυναίκα κάπου στο χρονοδιάγραμμα της ιστορίας.
Από μικρή άκουγε φωνές.
Φωνές ανθρώπων, προγόνων, γνωστών και ξένων.
Όσο η γυναίκα μεγάλωνε οι φωνές δυνάμωναν.
Πλέον τους έβλεπε.
Έβλεπε κάθε άνθρωπο, κάθε πόνο, κάθε σκέψη κάθε δάκρυ.
Τους άκουγε να μιλάνε, να ζητάνε, να πνίγονται.
Τους έβλεπε να βαδίζουν στη λάσπη, κολλημένοι,
να πασχίζουν να περπατήσουν αλλά να πνίγονται αργά.
Πήγαινε να τους βοηθήσει, όλο πήγαινε, αλλά οι άνθρωποι την έδιωχναν.
Αλλά εκείνη συνέχιζε, όλο πήγαινε.
Όλο προσπαθούσε με τα χέρια της να διώξει την λάσπη,
Έναν ωκεανό λάσπης όσο τα μάτια της μπορούσαν να δουν,
και εκείνη σκάλιζε την λάσπη με τα χέρια.
Και οι εγκλωβισμένοι απλά μίλαγαν, έλεγαν τις ιστορίες τους.
Όλοι κάποιον κατηγορούσαν για τη λάσπη,
κάποιον απ το πλήθος που βρισκόταν στο οπτικό τους πεδίο,
μέσα σ αυτό το βούρκο ακινησίας.
Αλλά η γυναίκα έβλεπε πέρα απ τη λάσπη, πέρα απ τις φωνές.
Τα χέρια της πλέον πόναγαν, το σώμα της είχε μαυρίσει
απ την βρωμιά του κόσμου της.
Γιατί την έβλεπε. Όταν έκλεινε τα μάτια ήταν ακόμα εκεί.
Δε ξέχναγε την αλήθεια όπως οι άλλοι.
Ένιωθε την ένωση μαζί τους, κουβάλαγε την προσπάθεια τους.
Και εκείνοι ξέχναγαν, δεν έβλεπαν, ένιωθαν μόνοι.
Και χαμένοι στις σκέψεις τους, απλά προσπαθούσαν να μην πνιγούν.
Και η γυναίκα σαν φάντασμα προσπαθούσε να τους μιλήσει
αλλά μόνο τους άκουγε.
Μέχρι που ύψωσε το σώμα της ψηλά και αποφάσισε να βγει.
Και η λάσπη έγινε νερό που την παρέσυρε σε μια μοναξιά ιδεών.
Και εκεί βρήκε ανθρώπους που την έβλεπαν.
Τους αγκάλιασε. Την περίμεναν καιρό.
Άνθρωποι με φτυάρια στα χέρια, έδωσαν και σ εκείνη ένα.
‘’Μα είναι ωκεανός.’’ Είπες.
‘’Μα είμαστε άνθρωποι.’’ Σου απάντησαν.
Μαγγανιάρη Λευκοθέα
|
Η Θλίψη
Την γνώρισα μια μέρα.
Καθόταν μόνη της στην άκρη του καναπέ μου.
Δεν είχα προσέξει πως βρισκόταν εκεί.
Την χαιρέτισα και θέλησα να την γνωρίσω.
Ήμουν παιδί θυμάμαι, παιδί ίσως είμαι ακόμα.
Η ύπαρξη της, μια γκρίζα λάμψη που αλλοίωνε την ύλη γύρω της.
Μια δίνη που πάγωνε το χρόνο. Θυμάμαι πως δε με κοίταξε ποτέ.
Ο χρόνος για εκείνη ήταν αλλιώτικος.
Ίσως δεν ήμουν εκεί για εκείνη, ίσως να ζούσε εκεί από πάντα, μόνη.
Με τον χρόνο να κυλάει κάπου αλλού
αλλά όχι σ εκείνη τη γκρίζα μεριά του καναπέ.
Ένα αρχέγονο πλάσμα, μοναχικό,
κουβάλαγε όλη την παλέτα του γκρι στο κορμί της.
Και εγώ την κοίταζα, με τα περίεργα μάτια μου
να βλέπουν ποίηση σ αυτή την ύπαρξη.
Ήθελα να κλάψω, με δάκρυα γλυκά, γεμάτα πάθος.
Κάτι σ εκείνη ήταν πανέμορφο.
Την αγάπησα, της μίλαγα για ώρες.
Ένιωσα το κορμί μου να ακουμπάει
τις γκρίζες αλλοιώσεις της αύρας της.
Σαν ψυχρές φλόγες που μύριζαν ξύλο και θειάφι.
Τα μάτια της δε με κοίταξαν ποτέ, κάποιες φορές περπάταγε,
αργά, με κινήσεις αφηρημένες, χωρίς σκοπό και βλέμμα
πάντα βυθισμένο σ εκείνες τις σκέψεις που τόσο δε με άφηνε να αγγίξω.
Εγώ της πρόσφερα παιχνίδια, έγραφα γι αυτήν.
Σε χαρτιά και θρανία ζωγράφιζα όσα η αίσθηση αυτή μου γεννούσε.
Και όσο μεγάλωνα έβλεπα και άλλους πολλούς ανθρώπους
Να γράφουν γι αυτήν. Ίσως η τέχνη να υπάρχει χάρη σ αυτήν.
Όσοι μπορούσαν να τη δουν, έγραφαν για εκείνη,
μαγεμένοι απ αυτή την μοναχική ύπαρξη.
Την έβλεπα πλέον παντού.
Δίπλα από ανθρώπους που δε την είδαν ποτέ.
Όπου πήγαινα στην ενήλικη ζωή μου ήταν κάπου εκεί.
Την έβλεπα στα μάτια ανθρώπων.
Να περπατάει δίπλα τους στον δρόμο.
Κάποιους τους πόναγε, άλλοι την απέφευγαν μια ζωή,
άλλους τους τρέλαινε.
Άλλοι νόμιζαν πως δε την είδαν ποτέ.
Άλλοι την αγαπούσαν, …όπως εγώ.
Μαγγανιάρη Λευκοθέα
|
|
|
ΕΠΙΣΚΕΨΙΜΟΤΗΤΑ
(2024. Έτος ορόσημο για τα ελληνικά γράμματα: Εκατό επιλογές των πιο αξιόλογων ποιητών, συγγραφέων και καλλιτεχνών στην Ελλάδα σήμερα)
Βιολογικά και παραδοσιακά του ελληνικού χωριού προϊόντα (αποστολές στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες του κόσμου) -
Organic and traditional Greek village products (shipments to Greece and to all countries of the world)
μάθετε περισσότερα...
|