Μελισσινοῦ Εὐγενία
Ὀνομάζομαι Εὐγενία Μελισσινοῦ καί ζῶ στό Ἀγρίνιο.
Φοίτησα στή Γαλλική Ἀκαδημία Ἀθηνῶν καθώς καί στήν Ἀμερικάνικη Ἕνωση. Ἔπειτα σπούδασα στό Παρίσι καί συγκεκριμένα στό ESPI ( Ecole Superieure De Profession Immobiliere) καί στό πανεπιστήμιο τῆς Σορβόνης.
Σήμερα ἀπασχολοῦμαι στήν ἐπιχείρηση τοῦ συζύγου μου στόν ἐμπορικό τομέα.
Το φεγγάρι
Τό φεγγάρι ἔχει μπλέξει
στά νερά τοῦ ποταμοῦ,
καί τό φῶς του ἀσημίζει
κάθε πέτρα τοῦ νεροῦ.
Στήν κρυφή ἐτούτη ὥρα
σ' εἶδα χθές νά περπατᾶς
καί στοῦ ποταμοῦ τήν ὄχθη
τά παπούτσια νά πετᾶς.
Ποιός νά εἶπε στό φεγγάρι
πῶς τήν νύχτα τριγυρνάς
καί στοῦ ποταμοῦ τήν ὄχθη
τά παπούτσια σου πετᾶς;
Νά 'ρθει ἀπόψε τό φεγγάρι
μοναχά γιά νά σέ δεῖ ;
Ἤ νά θέλει μές τήν νύχτα
νά σοῦ δώσει ἕνα φιλί;
Τό παράπονο μέ πιάνει
πού δέν εἴμαστε ἀγκαλιά
καί μαζί μέ τό φεγγάρι
ξενυχτᾶς στήν ποταμιά!
|
Τό δειλινό (ὁ πατέρας μου)
Ὁ οὐρανός κοκκίνισε, τό δειλινό ἁπλώνει
κάτσε πατέρα στή φωτιά καί δές το πού ματώνει.
Σάν τά παλιά τά χρόνια σου, τά φουρτουνιασμένα,
ἐκεῖνα πού 'χοῦν ξεχαστεῖ καί μόνο μέσα στήν καρδιά
δέν εἶναι ξεχασμένα .
Μά κοιτᾶ γύρῳ, γύρω σου ξανά τί ἔκανες γιά σένα ,
τήν εὐτυχία πού ξεπηδᾶ ἀπό ἀγαπημένα,
πρόσωπα πού σέ κοιτοῦν ἀγάπη μές τό βλέμμα
καί νά σέ δοῦνε λαχταροῦν νά ἔρχεσαι ἀπό πέρα.
Μπράβο πατέρα, εἶναι αὐτό, αὐτό πού σέ λυτρώνει
πού ξαναδίνει τήν ζωή καί τήν ἀπογειώνει .
Τώρα μπορεῖς νά κοιμηθεῖς μπορεῖς νά ἡσυχάσεις,
καί τήν γαλήνη σου νά βρεῖς σε ὅτι ἔχεις φτιάξει.
Ἔδωσες στά φιντάνια σου χαρά ,αἰσιοδοξία
καί σου τήν διπλασίασαν, ξανά τήν εὐτυχία.
Νά 'σαί πατερά μου καλά καί ὁ θεός μεγάλος ,
θά σοῦ τήν δώσει τήν χαρά σάν φύγεις γιά κεῖ πάνω...
|
Λερώθηκα
Δέ ξέρω ξαφνικά γιατί λερώθηκα,
κι ἀπ' τή μεγάλη ἀγάπη ἀθωώθηκα·
καί περιμένω κάθε βράδυ ὡς τό πρωί
τήν ἡλιαχτίδα πού μοῦ εἶπαν πώς θά βγεῖ.
Πετάω τήν ὀμπρέλα μου στά σύννεφα
Καί κάνω λίγα μέτρα, λίγα βήματα,
κι ἀναζητῶ τόν ἥλιο πού μοῦ χάρισες νά ξαναβρῶ.
Τό ξέρω πώς κοντά μου ἐκεῖνος βρίσκεται
καί μέσα στ' ὄνειρό μου ἀποκαλύπτεται,
ὅμως ἡ ἀφορμή, εἶναι ἡ ἐπαφή, πού λαχταρῶ.
Μά πάλι μές τή νύχτα σέ φαντάζομαι
καί νιώθω πιό πολύ ὅτι σέ νοιάζομαι,
κι ἡ φαντασία μου, στήν ἠρεμία μοῦ μ' ἀκολουθεῖ.
Γιά κοίτα ξαφνικά πώς λερώθηκα
κι ἀπ' τή μεγάλη ἀγάπη ἀθωώθηκα,
καί βρῆκα τήν αὐγή τήν ἡλιαχτίδα,
πού μοῦ εἶπαν πώς θά βγεῖ!
Μελισσινοῦ Εὐγενία/’Αγρίνιο
|
|
Έχει διαβαστεί 84 φορές