Φιλίππου Γεώργιος
Γεννήθηκα στο Ποδοχώρι Καβάλας. Οικογένεια αγροτική. Μεγάλωσα χωρίς βασικές στερήσεις αλλά και χωρίς πολυτέλειες. Η μόνη ίσως ευτυχία ήταν, ότι στο σπίτι μας - μοναδικό σε ομορφιά έργο του τεχνίτη παππού μου – φιλοξενούσαμε έναν Καθηγητή φιλόλογο. Του χρωστώ πολλά. Όποιος τον γνώρισε καλά, θα ήταν αρκετό γι’ αυτόν να ερωτευτεί το μεγαλείο της Αρχαίας Ελλάδας και της γλώσσας μας – αρχαίας και νεώτερης.
Σταθμός στη ζωή μου όταν έχασα τον πατέρα μου και …αλλαγή τραίνου. Έφυγα μόνος σε μικρή ηλικία για Θεσσαλονίκη. Μεροκάματο και νυχτερινό Γυμνάσιο. Η επιθυμία μου να μπω στη Δραματική Σχολή και αργότερα να σπουδάσω Αρχιτεκτονική ούτε καν ανθοφόρησε. Σε όποιον με προίκισε με τη δυνατότητα να κάνω φίλους, του είμαι ευγνώμων. Γνώρισα καλούς φίλους, αγάπησα και αγαπήθηκα, αγαπώ και μ΄αγαπάνε. Στα τριαντατρία μου νέος σταθμός. Όλοι μαζί η οικογένειά μου, αλλάζουμε τραίνο και φεύγουμε για Γερμανία. Καλή απόφαση μα κι ένα λάθος. Δεν υπολόγισα σωστά. Η προσπάθεια επιβίωσης σε δύσκολες συνθήκες ανταγωνισμού με απομάκρυναν σημαντικά από τη Ελληνική γλώσσα. Για περίπου 15 χρόνια δεν γράφω Ελληνικά ούτε τ΄ όνομά μου. Προσπαθώ να ανακτίσω. Τα προς το ζειν – από τα δεκαοκτώ μου - κερδίζω απ΄το εμπόριο. Αν ξαναγεννιόμουν, δεν ξέρω αν θα ‘κανα την ίδια διαδρομή. Όμως σίγουρα πάλι θα ταξίδευα.
Παραισθήσεις
Παράξενα που φαίνονται καμιά φορά τα χρώματα!
Κει που θαρρείς ο ήλιος έπεσε
- να λίγο πριν καλά να σκοτεινιάσει -
τα βλέπεις όλα μολυβί,
και το κορμί
πιστεύει οτ’ ήρθ΄η ώρα να γεράσει,
τα μάτια βλέπουν πάλι χρώματα
σαν πορφυρί
ή σαν μαβί
σε κήπους ξένους, που δεν κάνει να περάσεις.
Μ΄αν βρεις τη πόρτα ανοιχτή
Αν σε φωνάξει η Άνοιξη να μπεις και να κεράσεις
λίγο που φύλαξες κρασί
Πως ν΄ αρνηθείς;
Και τι να πεις στην Άνοιξη;
Kαι τι να πεις στη μυγδαλιά
πού΄βαλε τα καλά της;
Φόρεσε αρώματ΄ ακριβά...
Τα μακριά μαλλιά της
από χρυσάφι πέπλο
και η ματιά της; Κείνο το γέλιο;
το σώμα της ... τα χείλη της;
Ο πόθος μου ...
|
Τι μου θυμίζουν
Έπεσ΄ ο ήλιος μέσ΄ στη θάλασσα
κι εγώ εκεί στη παραλία
ονειρεύομαι,
οτι βάφει ο ήλιος το νερό
και βάφει και τον ουρανό,
τον βάφει κόκκινο
παίρνοντας χρώμ΄ απ΄ την καρδιά μου
Μ΄απόψε φυσά αγέρας,
η θάλασσα έχει φουρτούνα
και τα κύματα, όπως σηκώνονται
παράξενα χρυσίζουν,
σαν τα μαλλιά σου να μου θυμίζουν
το πρόσωπο, τα μάτια σου,
τα χέρια σου ...όταν μ΄ αγγίζουν.
|