Psaradelli - Skarlis Georgia
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε χωριό της Εύβοιας γνωστό για τα λιγνιτωρυχεία του από πατέρα Μυτιληνιό και μάνα προσφυγοπούλα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο εξωτερικό όπου εκεί θεμελίωσε τα δομικά στοιχεία του χαρακτήρα της, την αίσθηση του μέτρου και της αναλογίας. Ποιήματα έγραφε από τα μαθητικά της χρόνια διακατεχόμενη από το βάρος των συναισθημάτων, κυρίως της αγάπης και του έρωτα και επιδιώκοντας πότε τον αυτοπροσδιορισμό και πότε την επιβεβαίωση.
Σήμερα στο κατώφλι του μισού αιώνα ηλικιακά και κουρασμένη από τις επιτηδεύσεις που επιβάλουν οι καλοί τρόποι, το αρμόζον, το δέον κλπ και διαχεόμενη ακόμα ανάμεσα σε αμφίθυμα συναισθήματα- θέσης και άρνησης, ανθρώπινα και Θεϊκά, αυτοσαρκασμού και ειρωνίας, αληθινού και αλληγορικού χρησιμοποίησε τις γνώσεις της αλλά κυρίως έδωσε αγάπη. Πολλή αγάπη για πολλά. Δηλώνει άνθρωπος ατελής και διόλου αψεγάδιαστος.
l’ amaro dolore di trovarsi in terre straniere
Di oro il cuore di Panagis
ma sempre umidi i suoi occhi amari.
Tando il lavoro ma cosi poco il pane,
e calli sulle sue dita magri.
L'olio riservato entro la sua botte
non e sufficiente neppure, per il suo lumino,
ed i raggazi sentono fame anche se non lo dicono,
lui gli vede e si dispera quando piangono.
Povera la patria, dice
e la sua voce si esacerba.
Come lavoratore va al estero
e tutto il giorno legname inchioda
ed al suo legname va inchiodato.
I suoi sogni erano, un po da mangiare ed una canzone.
Ma la canzone si è trasformata
all’ amaro dolore di trovarsi in terre straniere
ed il sogno, il fiore del ritorno non tagliato.
Ed il fiore stava fiorendo.
Ma anche se stendeva la sua mano per gioccare con la frutta di una speranza .
L'altro fiore, della la vita, nel suo vaso si è sfiorito.
Mai l’ alba per lui non apparira’. |
ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ ΠΙΚΡΟΣ ΚΑΗΜΟΣ
Χρυσή η καρδιά του Παναγή
μα όλο υγρά τα μάτια τα πικρά του.
Πολλή η δουλειά και λίγο το ψωμί
και ρόζοι στα ισχνά τα δάχτυλά του.
Το λάδι που ’χει μέσα στο πιθάρι του,
δε φτάνει ούτε καν, για το λυχνάρι του.
Και τα παιδιά πεινούν κι ας μην το λένε,
τα βλέπει και μαραίνεται που κλαίνε.
Φτωχή η πατρίδα λέει
κι η μιλιά του φαρμακώνεται.
Εργάτης πάει στην ξενιτιά
κι ολημερίς ξύλα καρφώνει
και στα ξύλα του καρφώνεται.
Τα όνειρά του ήτανε, λίγο φαί κι ένα τραγούδι.
Μα το τραγούδι έγινε της ξενιτιάς πικρός καημός
και τ’ όνειρο, του γυρισμού το άκοπο λουλούδι.
Και το λουλούδι άνθιζε.
Μα ας άπλωνε το χέρι του
με μιας ελπίδας τον καρπό να παίξει.
Το άλλο άνθος, της ζωής, στη γλάστρα του μαράθηκε.
Ποτέ αυγή γι αυτόν πια δεν θα φέξει.
|