Σταυριανέα Γεωργία
Η Γεωργία Σταυριανέα κατάγεται από τη μεσσηνιακή Μάνη και γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει έως σήμερα. Οι σπουδές της ήταν Οικονομικής κατεύθυνσης. Παρακολούθησε επίσης εργαστήριο Δημοσιογραφίας και αρθρογραφεί σε περιφερειακές εφημερίδες. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Διηγήματα και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά έντυπα. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.
Έργα της:
«Του λύκου ή του μαχαιριού» διηγήματα, εκδόσεις «ΒΕΡΓΙΝΑ»
«Μη ξεχάσεις το κλειδί πάνω στην πόρτα» μυθιστόρημα, εκδόσεις «ΒΕΡΓΙΝΑ»
«Της Μεσημβρίας μύθοι» διηγήματα, εκδόσεις «ΒΕΡΓΙΝΑ»
«Ο Χορός των Θεριστών» μυθιστόρημα, εκδόσεις «Υδρόγειος», Θεσσαλονίκη.
1974
Πάρε με νύχτα μαγεμένη,
μεθυσμένε αγέρα πάρε με,
να με πας απαλά
στους ξεχασμένους γιαλούς,
εκεί που η ψυχή μου έκλαψε
τη γύμνια των καιρών.
Έκλαψε πεσμένη στις πέτρες
πασχίζοντας απάντηση να πάρει
από του ήλιου τη χλομάδα.
Μια μνήμη με γυρεύει, μια αλήθεια,
μ’ ένα βλέμμα που ακόμα στάζει αίμα,
μια αλήθεια πετροβολημένη,
λερωμένη από ματωμένα χέρια,
μια πόλη που τη θυμάμαι κι αγρυπνώ,
μια πόλη που την τρομάζει η βουερή σιωπή
όλων εκείνων που κοιμούνται στα χώματα
αγνοώντας ακόμα το γιατί.
Πάρε με νύχτα μαγεμένη
μεθυσμένε αγέρα πάρε με
για ν’ αγγίξω εκείνες τις πληγές
της λησμονιάς τα μάγια να λυθούν,
να φωνάξω για τα φευγάτα τους χρόνια
μη τύχει και κάποιος με ακούσει.
|
Μονομάχος…
Που πας μονομάχε, πιο δίκιο να βρεις;
γέμισε ο ήλιος κηλίδες με αίμα,
σε δόγματα μίσους τυφλά προχωρείς,
θα σου ματώσει η απουσία σου το βλέμμα.
Που πας μονομάχε αγνέ μου, θαρρείς
πως πάντα ο ήλιος για σένα θα βγαίνει;
γι’ αυτούς είσαι ασήμαντος δεν το μπορείς
το άγριο κύμα παντού σε προφταίνει.
Που πας μονομάχε πιο δίκιο να βρεις;
θα σου πουλήσουν κάλπικες ελπίδες,
σ’ ένα παζάρι πατρίδες θα δεις,
με πόνο, οργή, και δολάρια δεσμίδες.
Σφίξε τα δόντια η συμφορά
στο πέρασμά της να μη σε αγγίξει,
γιατί δεν θα νοιώσεις καμιά διαφορά,
πριν τα όνειρά σου το αίμα τα πνίξει.
Είσαι μικρός, μην πας, τις φωτιές
άστες για κείνους που τις ανάβουν,
φτιάχνουν για σένα χλιδάτες ψευτιές
και την ζωή σου σε τράπεζα θάβουν.
Τα ιδανικά σου τους προκαλούν
θέλουν ν’ αρπάξουν ό,τι δικό σου,
κι όταν το πάρουν ποδοπατούν
με κάθε μέσο το ηθικό σου.
Που πας μονομάχε, πιο δίκιο να βρεις;
θα σου πουλήσουν μαγικές εικόνες,
θα είναι για σένα αργά όταν δεις
την άδεια ψυχή σου θαμμένη στις σκόνες.. |