Τσίλης Αστέριος
Γεννήθηκε από πατέρα Μακεδονομάχο στις Σέρρες, όπου και εργάστηκε, ως υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας. Στην συνέχεια ως συνταξιούχος πια εγκαθίσταται στην Θεσσαλονίκη.
Με τα γράμματα ασχολείται από μικρός παρά τα δύσκολα χρόνια που ζει. Στον στρατό μάλιστα και μετά απ’ αυτόν (που διήρκησε χρόνια), οργανώνει θεατρικές παραστάσεις και γράφει σατιρικά ποιήματα σε μια περίοδο που όλα τα σκίαζε ο πόλεμος. Πολυπράγμων, πολυμήχανος, ευθύς με ατσάλινο χαρακτήρα και ήθος συμπαραστάθηκε με ότι είχε αλλά και με το αστείρευτο χιούμορ του σε όποιον τον είχε ανάγκη. Δεν σκέφθηκε ποτέ να εκδώσει ποιητική συλλογή. Το αποφάσισε φέτος επειδή του το ζήτησε και η εγγονή του και σε ηλικία 90 ετών έκανε την πρώτη του έκδοση με τίτλο «Ένας αιώνας ζωής» με τον εκδοτικό οίκο «Υδρόγειος».
Γαλαζοπράσινα καλοκαίρια
Ήρθες πάλι γλυκό καλοκαίρι
της Χρυσοπηγής ν' ανασάνω καθάριο τ' αγέρι,
ν' ακούσω πρωινό των πουλιών τα τραγούδια
να μυρίσω το άρωμα απ' τ' άγρια λουλούδια.
Θα μου γίνει και πάλι η χάρη
ν' αντικρίζω χρυσοκίτρινο ταψί το φεγγάρι,
τον γαλανόχρωμο αυγερινό
ακτινωτό λαμπρόφωτο εσπερινό.
Περπάτημα ταχύ το πρωινό
σιγά-σιγά το φαγητό, μέτρο το μεσημεριανό,
χρειάζεται και λίγο κράτει
για ελαφρό τον ύπνο στο κρεβάτι.
Λίγο διάβασμα κάνει καλό
μήπως και πάψει να δουλεύει το μυαλό,
και…εδώ δίπλα στην αυλή
τάβλι με τον Σάκη ή τον Σταμπούλη.
Καλημέρα σου Χρυσοπηγή
υγείας μα και ξενοιασιάς πεντακάθαρη πηγή
καλώς τους. Είμαι δω σας περιμένω,
σας φυλάω κάθε τι το διαλεγμένο.
Να ευφρανθείτε τις τόσες ομορφιές
να 'ρχεστε πολλοί πολλές φορές.
Όμως
αν ήταν στο δικό μας χέρι
να 'χουμε το χρόνο τρεις φορές το καλοκαίρι.
|
Ευλογημένη πλάστρα
Στου δάσους απ' τη μια μεριά
στην πράσινη κατηφοριά
γυροφέρνει τη μουσούδα
σε τσακπίνα πεταλούδα
το πανέμορφο λαφάκι
και πηδάει το ρυάκι.
Η λαφίνα ξαπλωμένη
βλεφαρίζ' ευτυχισμένη
του παιδιού της τα παιχνίδια
τι χαρά γι' αυτή την ίδια,
όλα είναι βλογημένα
απ' τον πλάστη διαλεγμένα.
Ξαφνικά ο κυνηγός
εμφανίζεται εμπρός
με την κάνη ν' αναδεύει
το λαφάκι σημαδεύει,
βγαιν' η μάνα σιγαλά
και το δάκρυ της κυλά.
Κυνηγέ το βόλι κάψε
να σκοτώνεις πλέον πάψε,
ναι… γονάτισε και κλάψε.
|