«Θαλασσινοί»
Μαύρη αλμύρα, μάγισσα και πνίχτρα
δε λέμε τίποτα κι αυτή τα λέει όλα.
Αυτή είναι ο χρόνος μας
και όποιος πέσει μέσα της, τον πνίγει.
Το πλοίο μας, η αιωνιότητα
δέσμιοι μέσα στην υδάτινη αγκαλιά της.
Ανόητοι όσοι ψάχνουνε Ιθάκες
δεν ξέρω γιατί στα λιμάνια οδύρονται.
Μόνο εδώ, στο ποσειδώνιο κρεβάτι
είναι γλυκός ο ύπνος μας.
Μόνο εδώ, στέκομαστε σαν ακροβάτες
στο σκοινί του ορίζοντα.
Μόνο εδώ τα δάκρυά μας είν’ ασήμαντα
οι προβολείς φωτίζουν μες στη νύχτα.
Το φως τους πυρπολεί τη μοναξιά μας,
σα λούστρο ασημώνει το σκαρί μας,
που στέκει γερασμένο και αλύγιστο.
Ο γερανός, ο από μηχανής Θεός μας,
στους ουρανούς υψώνεται, τ’ αδύνατο γυρεύει,
μαγκώνει το φεγγάρι και το γεύεται.
Φωνάζουνε τα κύματα, σπιλώσαμε τη γη τους.
«Ποιοί είστε;», μας ρωτήσανε,
τους λέμε, «ταξιδιώτες».
Παλάμες βρώμικες, στα γένια ζούνε φύκια
μαλλιά τραχυά σαν καραβόσκοινο.
Καρδιά σκληρή, σαν άγκυρα βαραίνει,
σαν αλυκή στεγνώνει, αλάτι μένει.
Υγρή πληγή, θαλασσινή, γαλάζιο αίμα.
Με μάγουλα σκισμένα απ’ τον αέρα.
Τόσο άδειοι όσο και γεμάτοι.
τόσο μόνοι, όσο και περήφανοι.
Κι ύστερα χαμηλώσανε, σαν ξένους μας δεχτήκαν.
Το τράνταγμα της μηχανής, παρηγοριά μας
λέει πως δε φτάσαμε, έχουμ’ ακόμη.
Έξω απ’ αυτήν σαν ψάρια ξεψυχάμε.
Για εσάς χαμός, για μας πυξίδα.
Για εσάς κατάρα, για μας προσευχή
ειν’η ζωή σας η χειρότερη ναυτία.
Οι φάροι νάρκες, θάνατος και πόθος το ταξίδι
φοβάστε το τραγούδι της, κι εμείς το τραγουδάμε
δούλοι κι αφέντες και αιώνιοι πιστοί της.
Δυό φώτα βλέπουμε πιο πέρα στη στεριά,
γι’ αυτά θρηνούμε, που είν’ στεριανή η μοίρα τους!
Τζαμίλε Φαχούρι